- επιθρώσκω
- ἐπιθρῲσκω (Α)1. πηδώ επάνω, ανεβαίνω κάπου με πήδημα («νηὸς ἐπιθρῲσκων», Ομ. Ιλ.).2. πηδώ πάνω σε κάτι δείχνοντας έλλειψη σεβασμού («τύμβῳ ἐπιθρῴσκων Μενελάου», Ομ. Ιλ.)3. (για άλογο) υπερπηδώ, πηδώ πάνω από μια έκταση4. (για βράχο) προεξέχω5. ανεβαίνω σε ύψος, σηκώνομαι, υψώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θρῴσκω «ορμώ, πηδώ»].
Dictionary of Greek. 2013.